Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατάπαυστα < ακατάπαυστος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακατάπαυστα

  • χωρίς διακοπή
    μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία