ακαλαίσθητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαλαίσθητα < ακαλαίσθητος Η λέξη μαρτυρείται από το 1886
Επίρρημα επεξεργασία
ακαλαίσθητα (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς καλαισθησία, χωρίς γούστο
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαλαίσθητα
|