ακαδημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαδημία < αρχαία ελληνική Ἀκαδημία < Ἀκάδημος < πιθανόν *Fεκά-δημος < ἑκάς «μακριά» + δῆμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ka.ðiˈmi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακαδημία θηλυκό
- συγκέντρωση επιστημόνων, λογίων και καλλιτεχνών με σκοπό την προώθηση και την καλή λειτουργία των τομέων τους
- το ίδρυμα στο οποίο εδράζεται η παραπάνω συγκέντρωση
Συγγενικά επεξεργασία
- ακαδημαϊκά (καθαρεύουσα: ακαδημαϊκώς)
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκότητα
- ακαδημαϊσμός