Δείτε επίσης: ἀκίνητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακίνητος η ακίνητη το ακίνητο
      γενική του ακίνητου της ακίνητης του ακίνητου
    αιτιατική τον ακίνητο την ακίνητη το ακίνητο
     κλητική ακίνητε ακίνητη ακίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακίνητοι οι ακίνητες τα ακίνητα
      γενική των ακίνητων των ακίνητων των ακίνητων
    αιτιατική τους ακίνητους τις ακίνητες τα ακίνητα
     κλητική ακίνητοι ακίνητες ακίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκίνητος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + κινητός (κινώ, κινη- + -τος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈci.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κί‐νη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακίνητος

  1. που δεν κινείται
    στεκόταν ακίνητος στην πόρτα για πολλή ώρα πριν αποφασίσει να μπει μέσα
    ※  Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
    τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;...
    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης 1824‑1879, ποίημα Ὁ ἀνδριὰς του ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Εʹ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στίχος 1ος.
     συνώνυμα: ασάλευτος, παγωμένος
  2. σχετικός με τα ακίνητα (γη, οικόπεδα, σπίτια)
    έχει μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία
  3. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τις λέξεις ακίνητο και ακίνητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία