Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιωρίζω < αιωρώ + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αιωρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία