Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιτούμαι < αρχαία ελληνική αἰτέομαι - αἰτοῦμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αιτούμαι

  • αιτούμαι την αναβολή του δικαστηρίου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία