αιτιοκρατικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτιοκρατικά < αιτιοκρατικός
Επίρρημα επεξεργασία
αιτιοκρατικά
- με αιτιοκρατικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιτιοκρατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αιτιοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιτιοκρατικό