Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθηματολογώ < αισθηματολόγος +

  Ρήμα επεξεργασία

αισθηματολογώ

  1. φέρομαι ή μιλώ (συν)αισθηματικά (χωρίς λογική)
  2. φέρομαι ή μιλώ ερωτικά
     συνώνυμα: ερωτολογώ, ερωτοτροπώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία