Δείτε επίσης: αἰπόλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιπόλος οι αιπόλοι
      γενική του αιπόλου των αιπόλων
    αιτιατική τον αιπόλο τους αιπόλους
     κλητική αιπόλε αιπόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιπόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰπόλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιπόλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία