Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιολικά < αιολικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.o.liˈka/

  Επίρρημα επεξεργασία

αιολικά άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αιολικά