αιολικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιολικά < αιολικός
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αιολικά άκλιτο
- με τη δύναμη του ανέμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιολικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αιολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιολικό