αιμοσιδήρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοσιδήρωση | οι | αιμοσιδηρώσεις |
γενική | της | αιμοσιδήρωσης* | των | αιμοσιδηρώσεων |
αιτιατική | την | αιμοσιδήρωση | τις | αιμοσιδηρώσεις |
κλητική | αιμοσιδήρωση | αιμοσιδηρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοσιδηρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμοσιδήρωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμοσιδήρωση
|