Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αιμορραγήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιμορραγώ
  2. θα αιμορραγήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιμορραγώ