αιμορραγήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααιμορραγήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιμορραγώ
- θα αιμορραγήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιμορραγώ