αιθρίασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιθρίασμα ουδέτερο
- η βελτίωση των καιρικών συνθηκών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αίθριος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιθρίασμα
|
αιθρίασμα ουδέτερο
|