αιθέραρχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αιθέραρχος | οι | αιθέραρχοι |
γενική | του | αιθέραρχου & αιθεράρχου |
των | αιθέραρχων & αιθεράρχων |
αιτιατική | τον | αιθέραρχο | τους | αιθέραρχους & αιθεράρχους |
κλητική | αιθέραρχε | αιθέραρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιθέραρχος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, παρωχημένο) ανώτατος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας
- → δείτε και τη λέξη αιθεράρχης
Σημειώσεις επεξεργασία
- δεν είναι σαφές αν πρόκειται για απαρχαιωμένη ή παροδική εναλλακτική ονομασία για το βαθμό του στρατάρχη της αεροπορίας (αρχιπτέραρχος) ή τον αρχηγό (γενικά) της πολεμικής αεροπορίας, τιμητικό τίτλο, ή ονομασία επιτελικής θέσης
Πηγές επεξεργασία
- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 512.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιθέραρχος
|