Δείτε επίσης: αιθεράρχης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιθέραρχος οι αιθέραρχοι
      γενική του αιθέραρχου
αιθεράρχου
των αιθέραρχων
αιθεράρχων
    αιτιατική τον αιθέραρχο τους αιθέραρχους
αιθεράρχους
     κλητική αιθέραρχε αιθέραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθέραρχος < αιθέρας + -αρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιθέραρχος αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • δεν είναι σαφές αν πρόκειται για απαρχαιωμένη ή παροδική εναλλακτική ονομασία για το βαθμό του στρατάρχη της αεροπορίας (αρχιπτέραρχος) ή τον αρχηγό (γενικά) της πολεμικής αεροπορίας, τιμητικό τίτλο, ή ονομασία επιτελικής θέσης

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία