Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιγυπτιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αιγυπτιακά