Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αθροίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθροίζω
  2. θα αθροίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθροίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αθροίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άθροιση