αηδόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αηδόνα | οι | αηδόνες |
γενική | της | αηδόνας | — | |
αιτιατική | την | αηδόνα | τις | αηδόνες |
κλητική | αηδόνα | αηδόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αηδόνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀδηόνα < ἀηδόν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ai̯ˈðo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αη‐δό‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
αηδόνα θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αηδόνι
θηλυκό αηδόνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αηδόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας