αηδονολαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αηδονολαλιά | οι | αηδονολαλιές |
γενική | της | αηδονολαλιάς | των | αηδονολαλιών |
αιτιατική | την | αηδονολαλιά | τις | αηδονολαλιές |
κλητική | αηδονολαλιά | αηδονολαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αηδονολαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αηδονολαλιά
|