Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αηδιάσεις
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αηδιάσεις
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
β' ενικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
αηδιάζω
θα αηδιάσεις
:
β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
αηδιάζω