Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αηδιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αηδιάζω
  2. θα αηδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αηδιάζω
  3. να αηδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αηδιάζω