Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροδεξαμενοσκάφος τα αεροδεξαμενοσκάφη
      γενική του αεροδεξαμενοσκάφους των αεροδεξαμενοσκαφών
    αιτιατική το αεροδεξαμενοσκάφος τα αεροδεξαμενοσκάφη
     κλητική αεροδεξαμενοσκάφος αεροδεξαμενοσκάφη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροδεξαμενοσκάφος < αερο- + δεξαμεν(ή) + -ο- + σκάφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροδεξαμενοσκάφος ουδέτερο

  • ειδικό αεροσκάφος με δεξαμενή καυσίμων που προορίζεται στον εφοδιασμό των αεροσκαφών κατά την πτήση με καύσιμα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία