Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροβάπτισμα τα αεροβαπτίσματα
      γενική του αεροβαπτίσματος των αεροβαπτισμάτων
    αιτιατική το αεροβάπτισμα τα αεροβαπτίσματα
     κλητική αεροβάπτισμα αεροβαπτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροβάπτισμα < αέρας + βάπτισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροβάπτισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία