Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριόφως τα αεριόφωτα
      γενική του αεριόφωτος των αεριοφώτων
    αιτιατική το αεριόφως τα αεριόφωτα
     κλητική αεριόφως αεριόφωτα
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Συγκρίνετε με την κλίση για το αεριόφωτο.
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριόφως < αεριό- + φως < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική gaslight ή γαλλική lumière de gaz[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρι‐ό‐φως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριόφως ουδέτερο

  1. φως που παράγεται από το φωταέριο
    ※  πριν διαδοθή ευρέως η περίφημος ηλεκτρική λυχνία του Έντισον, εχρησιμοποιούντο άλλαι φωτιστικαί μέθοδοι και συγκεκριμένως το πετρέλαιον, τα διαφόρων ειδών φυτικά έλαια και το αεριόφως («Πότε εισήχθη το αεριόφως», Ο Ήλιος [εβδομαδιαίο περιοδικό] αρ. 14 (7 Οκτωβρίου 1939), σ. 2)
  2. (συνεκδοχικά) το ίδιο το φωταέριο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία