Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριτζής οι αεριτζήδες
      γενική του αεριτζή των αεριτζήδων
    αιτιατική τον αεριτζή τους αεριτζήδες
     κλητική αεριτζή αεριτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριτζής < αέρας + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριτζής αρσενικό

  1. που προσπαθεί να αποκομίσει κέρδος ή άλλο όφελος είτε με ύποπτες δουλειές είτε δίνοντας κενές υποσχέσεις ή ψευδή εικόνα των δυνατοτήτων του, χωρίς όμως ποτέ να διακινδυνεύει δικά του κεφάλαια, (μεταφορικά) υπόσχεται αέρα
  2. για αχρείαστο μεσάζοντα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία