αεριτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεριτζής αρσενικό
- που προσπαθεί να αποκομίσει κέρδος ή άλλο όφελος είτε με ύποπτες δουλειές είτε δίνοντας κενές υποσχέσεις ή ψευδή εικόνα των δυνατοτήτων του, χωρίς όμως ποτέ να διακινδυνεύει δικά του κεφάλαια, (μεταφορικά) υπόσχεται αέρα
- για αχρείαστο μεσάζοντα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεριτζής
|