Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριοσκόπιο τα αεριοσκόπια
      γενική του αεριοσκοπίου
αεριοσκόπιου
των αεριοσκοπίων
    αιτιατική το αεριοσκόπιο τα αεριοσκόπια
     κλητική αεριοσκόπιο αεριοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριοσκόπιο < αεριο- + -σκόπιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριοσκόπιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία