Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερέγχυμα τα αερεγχύματα
      γενική του αερεγχύματος των αερεγχυμάτων
    αιτιατική το αερέγχυμα τα αερεγχύματα
     κλητική αερέγχυμα αερεγχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερέγχυμα < αήρ + έγχυμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αερέγχυμα ουδέτερο

  • (βιολογία): ιστός κυρίως των υδρόβιων φυτών που απαντάται σ΄ όλα τα όργανά τους (ρίζες, βλαστός, φύλλα) και που μοιάζει με φελλό με μεγάλες κοιλότητες γεμάτες αέρα μεταξύ των κυττάρων (μεσοκυττάριοι χώροι).

  Μεταφράσεις επεξεργασία