αδολέσχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδολέσχης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδολέσχης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ðoˈle.sçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δο‐λέ‐σχης
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδολέσχης αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) που μιλάει πολύ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αδολεσχία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)