Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδιαχώρητο τα αδιαχώρητα
      γενική του αδιαχώρητου των αδιαχώρητων
    αιτιατική το αδιαχώρητο τα αδιαχώρητα
     κλητική αδιαχώρητο αδιαχώρητα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ði.aˈxo.ɾi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐α‐χώ‐ρη‐το

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαχώρητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αδιαχώρητος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιαχώρητο

  1. ο πολύ μεγάλος συνωστισμός
  2. (φυσική) ιδιότητα κάθε υλικού σώματος όπου δεν μπορεί να βρίσκεται σε ένα κομμάτι χώρου ταυτόχρονα με ένα άλλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αδιαχώρητο