Δείτε επίσης: αδερφούλι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδερφούλα οι αδερφούλες
      γενική της αδερφούλας
    αιτιατική την αδερφούλα τις αδερφούλες
     κλητική αδερφούλα αδερφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδερφούλα < αδερφ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfu.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδερφούλα θηλυκό

  1. μικρή αδερφή
  2. χαϊδευτικό του αδερφή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αδελφή