Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αδενοϊός οι αδενοϊοί
      γενική του αδενοϊού των αδενοϊών
    αιτιατική τον αδενοϊό τους αδενοϊούς
     κλητική αδενοϊέ αδενοϊοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδενοϊός < αδέν(ας) + -ο- + ιός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδενοϊός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία