Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδελφότεκνος < αδελφ(ός) + -ό- + τέκν(ο) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδελφότεκνος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)