αδελφάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αδελφάτο | τα | αδελφάτα |
γενική | του | αδελφάτου | των | αδελφάτων |
αιτιατική | το | αδελφάτο | τα | αδελφάτα |
κλητική | αδελφάτο | αδελφάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδελφάτο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αδελφάτον < αδελφός + -άτον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ðelˈfa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δελ‐φά‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδελφάτο ουδέτερο
- διοικητικό συμβούλιο που επιβλέπει την λειτουργία ενός ιδρύματος
- (παρωχημένο, μειωτικό) η αδελφότης, ενίοτε δηλαδή η ένωση κοντινών προσώπων που επιδιώκουν κοινό σκοπό, έχουσα δεσμούς στενούς και φιλικούς μεταξύ των μελών της.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδελφάτο
|