Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγύρτης οι αγύρτες
      γενική του αγύρτη των αγυρτών
    αιτιατική τον αγύρτη τους αγύρτες
     κλητική αγύρτη αγύρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγύρτης < αρχαία ελληνική ἀγύρτης < ἀγείρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈʝiɾ.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγύρτης αρσενικό και αγύρτισσα θηλυκό

  1. πρόσωπο που εξαπατά τους άλλους
     συνώνυμα: απατεώνας, κατεργάρης
  2. πρόσωπο που επικαλείται γνώσεις, ικανότητες και ιδιότητες, τις οποίες δε διαθέτει, για να εξαπατήσει τους άλλους
     συνώνυμα: κομπογιαννίτης, τσαρλατάνος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία