Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριοκοιτάζομαι < αγριοκοιτάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αγριοκοιτάζομαι

οι δυο αντίπαλοι αγριοκοιταζόντουσαν για πολλή ώρα πριν ορμήσουν ο ένας στον άλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία