αγριλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριλιά | οι | αγριλιές |
γενική | της | αγριλιάς | των | αγριλιών |
αιτιατική | την | αγριλιά | τις | αγριλιές |
κλητική | αγριλιά | αγριλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγριλιά < αγριελιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐λιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγριλιά θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- Αγριλιά (τοπωνύμιο)
- αγριλίδι, αγριλίδια
- αγριλίσιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγριλιά
→ δείτε τη λέξη αγριελιά |