αγριαψιθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριαψιθιά | οι | αγριαψιθιές |
γενική | της | αγριαψιθιάς | των | αγριαψιθιών |
αιτιατική | την | αγριαψιθιά | τις | αγριαψιθιές |
κλητική | αγριαψιθιά | αγριαψιθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγριαψιθιά θηλυκό
- (φυτό) το φυτό Achillea millefolium, ποώδες, πολυετές, ανθοφόρο, χαμηλής σε ύψος ανάπτυξης
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγριαψιθιά
|