Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγναντέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγναντεύω
  2. θα αγναντέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγναντεύω