Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ουσιαστικό και   Κύριο όνομα επεξεργασία

αγκύρας και Αγκύρας άκλιτο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο πχ ο [γάτος] αγκύρας

  1. γάτα, κατσίκα ή κουνέλι μακρύτριχης ράτσας
  2. μάλλινη κλωστή και ρούχα από τρίχωμα κατσίκας ή κουνελιού αγκύρας
    • (σχεδόν πάντα για το μαλλί του κουνελιού Αγκύρας [για την κατσίκα: mohair])
    • χαρακτηριστικά μαλλιού: απαλό, εύμ[ε]ικτο με άλλες ίνες, χρωμ[ατ]οαπορροφητικό, μεταξώδες, λεπτό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αγκύρας θηλυκό

  1. γενική ενικού του άγκυρα