Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγκυροβολήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγκυροβολώ
  2. θα αγκυροβολήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγκυροβολώ