αγκομαχητό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκομαχητό < αγκομαχώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγκομαχητό ουδέτερο
- κοφτός ήχος που βγαίνει από μέσα μας, λαχάνιασμα ή βογκητό ή επιθανάτιος ρόγχος
- κατ' αναλογία, θόρυβος μιας μηχανής που ζορίζεται να κάνει κάτι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγκομαχητό
|