Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγκομαχητό τα αγκομαχητά
      γενική του αγκομαχητού των αγκομαχητών
    αιτιατική το αγκομαχητό τα αγκομαχητά
     κλητική αγκομαχητό αγκομαχητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκομαχητό < αγκομαχώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκομαχητό ουδέτερο

  1. κοφτός ήχος που βγαίνει από μέσα μας, λαχάνιασμα ή βογκητό ή επιθανάτιος ρόγχος
  2. κατ' αναλογία, θόρυβος μιας μηχανής που ζορίζεται να κάνει κάτι

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία