Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκοίλια < αρχ. ἐγκοίλια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκοίλια ουδέτερο στον πληθυντικό

  • τα πλάγια ξύλα του σκελετού ιστιοφόρου πλοίου

Δείτε επίσης επεξεργασία

στραβόξυλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία