αγκιστρώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈstɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκι‐στρώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγκιστρώνομαι, π.αόρ.: αγκιστρώθηκα, μτχ.π.π.: αγκιστρωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αγκιστρώνω