αγιοκαταταχθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγιοκαταταχθείς
- (εκκλησιαστικός όρος) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος αγιοκατατάσσω: που έχει αγιοκαταταχθεί
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγιοκαταταχθείς
|