Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγιογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγιογραφώ
  2. θα αγιογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιογραφώ
  3. να αγιογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιογραφώ