αγηματάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγηματάρχης αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ο διοικητής αγήματος, αξιωματικός ή υπαξιωματικός οποιουδήποτε όπλου ή σώματος ασφαλείας εκ του οποίου συγκροτείται το άγημα
- (γενικότερα) ο διευθύνων οποιοδήποτε άγημα π.χ. πυρόσβεσης, αποκατάστασης διαρροής κ.λπ., όπως πλοίων, εγκαταστάσεων κ.ά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγηματάρχης
|