αγγουροντοματοσαλάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγουροντοματοσαλάτα | οι | αγγουροντοματοσαλάτες |
γενική | της | αγγουροντοματοσαλάτας | — | |
αιτιατική | την | αγγουροντοματοσαλάτα | τις | αγγουροντοματοσαλάτες |
κλητική | αγγουροντοματοσαλάτα | αγγουροντοματοσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγουροντοματοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σαλάτα με κύρια υλικά την ντομάτα και το αγγούρι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγουροντοματοσαλάτα
|