Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλοποιώ < αγγλο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αγγλοποιώ, αόρ.: αγγλοποίησα, παθ.φωνή: αγγλοποιούμαι, π.αόρ.: αγγλοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αγγλοποιημένος

  • (σπάνιο) κάνω κάτι να αποκτήσει αγγλικό χαρακτηριστικό
    ※  Όπου δεν ξέρει τη μετάφραση μιας ελληνικής λέξης, απλώς «αγγλοποιεί» την ελληνική και την προφέρει με «ξενική» προφορά (Τουρισμός: η βαριά-ελαφριά βιομηχανία μας, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18/08/2015 [1])

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία