αγγειοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδική συσκευή - μικροσκόπιο με το οποίο επιχειρείται η αγγειοσκόπηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειοσκόπιο
|
αγγειοσκόπιο ουδέτερο
|