αγγειοβρίθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγειοβρίθεια < αγγειοβριθής + -ια < αρχαία ελληνική αγγείον + αρχαία ελληνική -βριθής (< βρίθω)
- Η λέξη πρωτοαπαντά το 1891
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειοβρίθεια θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- αγγειοβριθής
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και βρίθω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειοβρίθεια
|